λειριανθή

λειριανθή
τα
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. liliiflorae < νεολατ. liliiflorae < lilii- < lilium + -florae < λατ. flos, -oris «άνθος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βολβός — Μικρός υπόγειος βλαστός, που αποτελείται από πολλά παχιά, αποχρωματισμένα φύλλα, σαν πλατιά λέπια ή σαν χιτώνες, έτσι ώστε το ένα καλύπτει το άλλο, σε ομόκεντρη κυκλική ή σπειροειδή διάταξη. Στο κέντρο του β. και πάνω από τον δισκοειδή βλαστητικό …   Dictionary of Greek

  • λιλιανθή — τα βοτ. τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών, αλλ. λειριανθή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και μεταφορά ως προς το α συνθετικό, πρβλ. αγγλ. liliiflorae < νεολατ. liliiflorae < lilii (< lilium) + florae (< λατ. flor… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”